Μέχρι πριν λίγα χρόνια σε κάποια βόλτα στα χωριά, κυρίως τα ορεινά και τα λιγότερο δημοφιλή, ο επισκέπτης του νησιού συναντούσε γλυκύτατες γιαγιάδες που φορούσαν με καμάρι και πείσμα την παραδοσιακή φορεσιά τους.
Ήταν οι αγαπημένες γιαγιάδες των παιδικών μας χρόνων στη Λευκάδα. Πάντα με χαμόγελο και αγκαλιά για τα εγγόνια τους. Να μας φιλέψουν λαδόπιτα, λαδοκούλουρο, λουκούμια ή υποβρύχιο.
Της συναντούσε, μόνες στο κατώφλι του σπιτιού τους να πλέκουν τη δαντέλα τους ή σε μικρές συντροφιές να τα λένε μεταξύ τους, να κανονίζουν τις δουλειές του σπιτικού τους, που ποτέ δεν τελείωναν, να μιλάμε με περηφάνια για τα παιδιά και τα εγγόνια τους που εργάζονται ή σπουδάζουν στην Αθήνα ή άλλες πόλεις ή για τα βάσανα της ζωής τους.
Άλλες είχαν ακόμα κορμοστασιά στητή και περήφανη, άλλες καμπουριασμένες από τα βάρη του χρόνου, περπατούσαν και κοιτούσαν χαμηλά τη γη σα να της μιλούσαν.
Άσπρα μαλλιά πλεγμένα προσεκτικά, κάτω από το καφέ, το μαύρο, το πράσινο κεφαλομάντηλο, πρόσωπο σκαμμένο – κάθε ρυτίδα και μια ιστορία, μάτια θαμπά λίγο από το χρόνο, αλλά ματιά καθαρή, τίμια, που αντανακλά τον πόνο και την χαρά της ζωής μαζί.
Φιγούρες που έμοιαζαν με παλιά καρτ ποστάλ. Μπορεί να κοιτούσαν καλοσυνάτα αλλά μπορεί και με δυσπιστία καθώς ένας ξένος εισέβαλε ακάλεστος στο χωριό, στο σοκάκι του δρόμου τους. Θα ρωτούσαν όμως πάντα το χαρακτηριστικό «τίνος είσαι εσύ;» ή από που είσαι?
Οι πανέμορφες Λευκαδίτισσες γιαγιάδες που τιμούσαν πάντα την φορεσιά του τόπου τους και κοιτούσαν υποτιμητικά όποια φορούσε τα «ευρωπαϊκά».
Πλέον είναι λιγοστές, μετρημένες στα δάχτυλα, σπάνια τις συναντάει κανείς.
Γερασμένες και κουρασμένες. Φιγούρες σαν αερικά, τρυφερές και νοσταλγικές.. ίσως φανούν σαν όνειρο στο παραθύρι του σπιτιού τους με βλέμμα απορημένο και τρομαγμένο μπροστά στις αλλαγές που φέρνει ο τουρισμός στο χωριό τους.